- ὑμνογράφῳ
- ὑμνογράφοςcomposer of hymnsmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υμνογραφώ — έω, Ν γράφω ή συνθέτω ύμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < υμνογράφος. Το ρ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ι. Δ. Τζέτζη] … Dictionary of Greek
υμνογραφώ — υμνογράφησα, αμτβ., γράφω ή συνθέτω ύμνους και μάλιστα εκκλησιαστικούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)